- σαλιώνω
- σαλιώνω, σάλιωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σαλιώνω — Ν [σάλιο] επαλείφω ή υγραίνω μια επιφάνεια με σάλιο, σαλιάζω («σαλιώνω τα γραμματόσημα») … Dictionary of Greek
σαλιώνω — σάλιωσα, σαλιώθηκα, σαλιωμένος, υγραίνω με σάλιο: Σάλιωσε την κλωστή και πέρασέ την στη βελόνα. – Σαλιώνω το τσιγάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάλιωμα — το, Ν [σαλιώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλιώνω, η επάλειψη επιφάνειας με σάλιο … Dictionary of Greek
σιαλίζω — και σιελίζω ΝΑ [σίαλον / σίελον] εκκρίνω σάλιο νεοελλ. 1. (μτβ.) επαλείφω ή βρέχω κάτι με σάλιο, σαλιώνω 2. μτφ. σαλιαρίζω … Dictionary of Greek
σιαλώνω — Ν [σίαλον] 1. σαλιώνω 2. (σχετικά με τις τροφές κατά τη μάσηση) αναμιγνύω με σάλιο … Dictionary of Greek